1973

Τα “Μικροαστικά”

Τα “Μικροαστικά” κυκλοφόρησαν το 1973, αλλά γράφτηκαν νωρίτερα.
Για τα “Μικροαστικά” και τον Γιάννη Νεγρεπόντη λέει ο ίδιος:
«Κατ’ αρχάς αισθάνομαι πολύ τυχερός που συνάντησα τον Γιάννη Νεγρεπόντη στη ζωή μου. Τον γνώρισα το 1971, μέσω του Λευτέρη Παπαδόπουλου και του Μάνου Λοΐζου, με τους οποίους κάναμε τότε καθημερινή παρέα. Μαζευόμασταν σχεδόν κάθε βράδυ στο σπίτι του Λευτέρη. Εκεί ήταν που γνωριστήκαμε με τον Γιάννη, ο οποίος μόλις είχε γυρίσει από την τελευταία του εξορία. Έμαθε ότι γράφω κι εγώ τραγούδια. Πρέπει να είχε ακούσει την “Πόλη μας”, γιατί κάποια στιγμή μου είπε: “Ξέρεις, μ’ αρέσει η δουλειά σου κι έχω κάποια πράγματα που μπορεί να σ’ ενδιαφέρουν”. Του απάντησα “Ευχαρίστως”. Μου έφερε δυο-τρεις μικρούς κύκλους τραγουδιών, μεταξύ των οποίων ξεχώρισα αμέσως τα “Μικροαστικά”. Του είπα ότι αυτά θα τα κάνω οπωσδήποτε, χωρίς πάντως καμία ελπίδα ότι μπορούσαν να κυκλοφορήσουν μέσα στη χούντα. Μου άρεσαν όμως πάρα πολύ και επειδή πάντα είχα ως πρότυπο τον “Επιτάφιο” του Μίκη, ήθελα κι εγώ να κάνω έναν κύκλο τραγουδιών και κατάλαβα ότι τα “Μικροαστικά” ήταν ότι πρέπει γι’ αυτό.
Σύντομα μελοποίησα αυτά τα έξι-εφτά που είχα στα χέρια μου, δεν θυμάμαι αν πρώτα έγραψα το “Κολλήγα γιος” ή το “Μακριά από την πόλη”. Άλλα μπήκαν στο δίσκο του βινυλίου, άλλα κόπηκαν από τη λογοκρισία της εποχής. Εκεί λοιπόν, μέσα σ’ αυτήν την παρέα, σ’ ένα μικρό πιάνο στο σπίτι του Λευτέρη, μαζευόμασταν όλοι και παίζαμε τα καινούρια μας τραγούδια. Εκτός από τον Μάνο, ερχόταν ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Γλέζος, ο Λίνος Κόκοτος, επίσης ο Γιώργος Νταλάρας, που τότε βρισκόταν στο ξεκίνημά του. Κάποια στιγμή, έπαιξα στην παρέα τα έξι-εφτά τραγούδια του Γιάννη και η ομήγυρις απεφάνθει:
“Ρε συ, ωραία είναι αυτά”.
Τον Γιάννη όμως τον είδα κάπως σκεπτικό. Με πλησίασε και μου είπε: “Κάπως αλλιώς τα φανταζόμουνα”.
Του απάντησα:
“Τι να σου πω; Εγώ έτσι τα είδα, έτσι τα έκανα”.
Τις επόμενες μέρες -και για αρκετό καιρό- μου ζητούσαν να παίξω τα τραγούδια του Γιάννη. Τα έπαιζα και τα ξαναέπαιζα. Σιγά-σιγά άρχισαν ν’ αρέσουν και στον ίδιο τον Γιάννη, ο οποίος σε ανύποπτο χρόνο μου είπε:
“Τελικά είχες δίκιο. Μια χαρά είναι τα κομμάτια”.
(…) Ο Γιάννης συνέχιζε να μου δίνει καινούριο υλικό, έτσι συνέχιζα να γράφω κι εγώ.»

Τα “Μικροαστικά” κυκλοφόρησαν μέσα στη χούντα σε κόκκινο βινύλιο. Στάλθηκαν είκοσι τραγούδια στην λογοκρισία και πέρασαν τα δώδεκα ένα μήνα πριν το “Πολυτεχνείο”, αλλά πριν κυκλοφορήσουν είχαν γίνει γνωστά -από το ’71- από παράνομες κασέτες στην Ελλάδα και στους πολιτικούς εξόριστους Έλληνες του εξωτερικού. Έγιναν αμέσως χρυσός δίσκος και άνοιξαν καινούριους δρόμους για τον Λουκιανό.

Τα Διαφημιστικό μπλουζάκι των “Μικροαστικών”

Το Ελεύθερο Θέατρο

Το Ελεύθερο Θέατρο «σημάδεψε» τη θεατρική ζωή του τόπου μας στη μεταπολίτευση και το ίδιο «σημαδεύτηκε» από τον Λουκιανό.
Πώς ξεκίνησε η ιστορία, λέει ο ίδιος:
«Όταν έκανα τα “Μικροαστικά”, πριν ακόμα βγουν σε δίσκο, κυκλοφόρησαν κυκλοφόρησαν παράνομα από το ’71 χέρι με χέρι, χάρη στο Μιχάλη τον Ακριβόπουλο. Αυτός είναι πρώτος ξάδερφος του Μανώλη του Μητσιά. Όταν λοιπόν γνώρισα το Μανώλη, σε κάποιες πρόβες είχε έρθει κι ο Μιχάλης. Μου ζήτησε ένα αντίγραφο από τα “Μικροαστικά”. Εκείνη την εποχή είχε ανέβει το Ελεύθερο Θέατρο στη Θεσσαλονίκη μ’ ένα έργο, την “Ιστορία του Αλή Ρέτζο” νομίζω. Ο Μιχάλης ήταν φίλος των παιδιών, είχε την μπομπίνα (κασετόφωνα ακόμα δεν χρησιμοποιούσαμε) και έβαλε να ακούσουνε τα τραγούδια τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου. Και είπανε: “Ρε συ, εμείς ετοιμάζουμε επιθεώρηση, αυτός μας πάει”. Μ’ έφερε σε μια επαφή ο Μιχάλης με τα παιδιά και το καλοκαίρι του 1973 κάναμε το “…Και συ χτενίζεσαι” (στο Άλσος Παγκρατίου), που έγινε χαμός. Διότι ήτανε σαφώς αριστερό έργο, με κείμενα του Μπόστ και των παιδιών.»
Ο Λουκιανός για το “Ελεύθερο Θέατρο”-“Ελεύθερη σκηνή” έγραψε τη μουσική για έντεκα επιθεωρήσεις, από το 1973 έως το 1986.
Συνδέθηκε πολύ με τους δημιουργούς του “Ελεύθερου Θεάτρου”-“Ελεύθερης σκηνής”, την Άννα Παναγιωτοπούλου, τον Σταμάτη Φασουλή, τον Κώστα Αρζόγλου, την Υβόννη Μαλτέζου, τον Μίμη Χρυσομάλη, τη Σμαράγδα Μαλτέζου, τον Γιώργο Σαμπάνη, τη Μίνα Αδαμάκη, τη Μίρκα Παπακωνσταντίνου, τη Νένα Μεντή και όλους τους άλλους συνεργάτες της ομάδας.

Το Ελεύθερο Θέατρο Το εξώφυλλο του προγράμματος “Το τραμ το τελευταίο”

“Ο Θίασος” του Θόδωρου Αγγελόπουλου

Για τον “Θίασο” λέει ο ίδιος:
«Είναι λοιπόν καλοκαίρι του 1973 και εγώ έχω κάνει τη μουσική για την παράσταση του Ελεύθερου Θεάτρου “…Και συ χτενίζεσαι”, η οποία παιζόταν στο Άλσος Παγκρατίου με μεγάλη επιτυχία μέσα στη δικτατορία. Τότε έρχεται στο θέατρο ο Θόδωρος (Αγγελόπουλος) και εκεί τον πρωτογνώρισα – μπορεί και να με πήρε τηλέφωνο πρώτα, δεν θυμάμαι.
Μου είπε ότι ετοιμάζει μια ταινία και θα ήθελε να του κάνω τη μουσική. Μου είπε με δυο λόγια περί τίνος επρόκειτο, ότι δηλαδή ήταν μια παράλληλη ιστορία του μύθου των Ατρειδών με την ιστορία της Ελλάδας από την εποχή του Μεταξά μέχρι τον Εμφύλιο και τις αρχές του ’50, Αμερικάνοι και τα λοιπά. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό. Όλοι οι συνεργάτες, ο Δημήτρης Αρβανίτης στη φωτογραφία, ο Θανάσης Αρβανίτης στον ήχο, ο Μικές Καραπιπέρης στα σκηνικά, η ομάδα του Θόδωρου, πίστεψαν από την πρώτη στιγμή ότι εδώ γίνεται κάτι πάρα πολύ σοβαρό.
(…) Από τα “Μικροαστικά” λοιπόν στο “Ελεύθερο Θέατρο” και από εκεί στο “Θίασο” του Αγγελόπουλου.
(…) Ο Θόδωρος μου έδωσε να καταλάβω ότι η μουσική στην ταινία έπρεπε να είναι ζωντανή στο χώρο του γυρίσματος. Δεν προστέθηκε ποτέ τίποτα, δεν είχε η ταινία ανάγκη από μουσική υπόκρουση. Ό,τι ακούγεται μέσα στο “Θίασο” συμβαίνει σε χώρους φυσικούς σχεδόν.
(…) Θυμάμαι περιπετειώδη γυρίσματα και πιο πολύ ίσως αυτό που είναι στα χιόνια. Ήμασταν όλοι στο χιόνι από τις εννιά το πρωί ως τις έξι το απόγευμα, ο Θόδωρος με ένα μπερεδάκι, ένα σακάκι και κάτι παλιά, μονόσολα παπούτσια, μέσα στον πάγο. Εμείς ήμασταν δίπλα του, ο Αντρέας έπαιζε με δεκαπέντε υπό το μηδέν πάνω στα Ζαγόρια, οι γυναίκες ήταν με τα τακούνια μες στη λάσπη και τα χιόνια και κατέβαιναν το βουνό. Όλοι όμως είχαμε πιστέψει ότι αυτό που γίνεται είναι σημαντικό. Και, κυρίως, είχαμε το παράδειγμα του Θόδωρου, ο οποίος δεν έλεγε κάτι και μετά μας άφηνε για να χωθεί στο καφενείο μέχρι να γυριστεί η σκηνή. Ήταν εκεί, παρών, το πίστευε, το πιστεύαμε όλοι, το υπερασπιστήκαμε μέχρι το τέλος.»

Ο Λουκιανός με τον “Θίασο”, γνώρισε και εκτίμησε βαθιά τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, για το ταλέντο του, για το πείσμα του και την θέληση με την οποία υπηρέτησε το καλλιτεχνικό του όραμα, χωρίς να παρεκκλίνει ούτε στιγμή από αυτό.

Φωτογραφία από τα γυρίσματα του “Θίασου”