1972

Η Άννα

Λέει ο ίδιος:
«Ένα μεσημέρι, καλοκαίρι του ’72, και ενώ ήμουνα στο σπίτι του θείου μου, με παίρνει τηλέφωνο ο Γιώργος ο Λιάνης, τον οποίο είχα γνωρίσει μέσω του Μανώλη Μητσιά. Και μου λέει: “Λουκιανέ, υπάρχει μια νέα ηθοποιός που λέγεται Άννα Βαγενά και θέλει να σε γνωρίσει”. Εγώ μόλις πριν λίγες μέρες είχα χωρίσει με ένα κορίτσι. Απάντησαλοιπόν στον Γιώργο: “Εντάξει, δωσ’ της το τηλέφωνό μου”. Μετά από λίγη ώρα, μου τηλεφώνησε η Άννα και συμφωνήσαμε να βρεθούμε. Έτσι, ένα απομεσήμερο ξεκίνησα να πάω στο ραντεβού. Η Άννα τότε έμενε σ’ ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, στην πλατεία Προσκόπων, ακριβώς απέναντι από τον “Μαγεμένο Αυλό”. Χτύπησα το κουδούνι και ανέβηκα – νομίζω στον τρίτο όροφο. Με το που άνοιξε η πόρτα και την είδα ξαφνικά μπροστά μου, είπα από μέσα μου: “Μμμμμμ, εδώ μπλέξαμε!”. Αρχίσαμε να λέμε τα τυπικά. Η Άννα είχε μόλις τελειώσει τη Δραματική Σχολή. Το διαμέρισμα ήταν του άντρα της αδελφής της, ο οποίος έκανε κάτι δημόσια έργα, οπότε χρειαζόταν ένα μέρος για να μένει στην Αθήνα όταν ερχόταν από τη Λάρισα. Εκεί έμενε και ο Λιάνης εκείνη την εποχή, ως φιλοξενούμενος της Άννας. Ήταν παντρεμένος με μια φίλη της από τη Θεσσαλονίκη και είχε κατέβει στην Αθήνα για να δοκιμάσει την τύχη του στη δημοσιογραφία. Ερχόμενος εδώ, μεταξύ άλλων πραγμάτων, έφερε και διάφορους δίσκους μαζί του. ανάμεσά τους και την “Πόλη μας”. Η Άννα άκουσε “Το καλοκαίρι σαν θα ‘ρθει”, είδε τη φωτογραφία μου στο οπισθόφυλλο και είπε στο Γιώργο: “Τον ξέρεις; Θέλω να μου τον γνωρίσεις”. Εν πάση περιπτώσει, η πρώτη γνωριμία μας έμεινε εκεί. Ήπιαμε τον καφέ και έφυγα.
Μετά από μερικές μέρες, η Άννα έβαλε και πάλι μπροστά τον Λιάνη για να με καλέσει σε ένα πάρτυ που θα έκανε. Όλα ήταν στημένα, για να πάω ξανά στο διαμέρισμά της. Πήγα. Μετά το πάρτυ, πήρα την Άννα και κατεβήκαμε στις Τζιτζιφιές, στο μαγαζί που τραγουδούσαν ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου. Φεύγοντας από εκεί πήγαμε στο σπίτι του θείου μου του Θουκυδίδη. Αμαρυλλίδος 6, στο Παλαιό Ψυχικό. Εκεί, της έπαιξα το “Σπίτι μου με τα άσπρα σου γιασεμιά”, με στίχους του Γκάτσου, δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει ο δίσκος. Της είπα: “Αυτό το τραγούδι στο χαρίζω, είναι δικό σου”. Μια από εκείνες τις μέρες είχαμε πάει με τον Μάνο Ελευθερίου στο Μοναστηράκι. Ο Μάνος έψαχνε για παλιές εκδόσεις και τέτοια. Εγώ, χαζεύοντας, είδα σε μια βιτρινούλα μια μικρή καρδιά από Aqua Marina, με ασημένιο περιτύλιγμα. Μου άρεσε, την αγόρασα, πήρα και ασημένια αλυσίδα και είπα: “Αυτό είναι για το επόμενο κορίτσι που θα αγαπήσω”. Της το χάρισα. Εκείνο το βράδυ τα φτιάξαμε με την Άννα.
(…) Η Άννα υπήρξε ένα πολύ ωραίο κορίτσι· και εξακολουθεί να είναι πολύ όμορφη. Αλλά πέρα απ’ αυτό, της οφείλω πολλά. Εν τέλει, πρέπει να ομολογήσω πως τρία ήταν τα πράγματα που έπαιξαν τον μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή μου: το πιάνο, το Πολυτεχνείο και η Άννα. Η κοινή μας ζωή μετράει πλέον σαράντα τρία χρόνια. Έχει πάνω και κάτω, έχει χαρές και λύπες, τσακωμούς και αγάπες. Είμαστε πάντα μαζί.»

Η Άννα Ο Λουκιανός και η Άννα